ἀπεράντους

ἀπεράντους
ἀπέραντος
boundless
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… …   Dictionary of Greek

  • περισπείρω — Α σπείρω κυκλικά, διασπείρω, διασκορπίζω ολόγυρα («ἀπεράντους ζητήσεις καὶ λογομαχίας περισπείροντες», Γρηγ. Θαυμ.) …   Dictionary of Greek

  • προμήκης — όμηκες, ΝΑ νεοελλ. φρ. α) «προμήκης μυελός» τμήμα τού εγκεφαλικού στελέχους που αποτελεί συνέχεια τού άνω άκρου τού νωτιαίου μυελού, περνά από το ινιακό τρήμα και καταλήγει ενούμενο με τη γέφυρα και το οποίο αποτελείται από φαιά ουσία [κυτταρικά… …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • Βραχμαπούτρα — Ποταμός (μήκος 2.900 χλμ., λεκάνη 935.000 τ. χλμ.) της νότιας Ασίας. Διαρρέει την Ινδία, την Κίνα (Θιβέτ), το Μπανγκλαντές και το Πακιστάν. Πηγάζει στο Θιβέτ, από την αλυσίδα των Ιμαλαΐων, κοντά στη λίμνη Μανασαροβάρ και εκεί ονομάζεται Τσανγκπό… …   Dictionary of Greek

  • Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Κίνλεϊ — (McKinley). Οροσειρά (6.096 μ.) της Αλάσκας, στην οποία βρίσκεται η ψηλότερη κορυφή της Βόρειας Αμερικής. Η περιοχή έχει σχεδόν πολικό κλίμα και περιβάλλεται από απέραντους παγετώνες οι οποίοι κατατάσσονται ανάμεσα στους σημαντικότερους του… …   Dictionary of Greek

  • Νιου Ντιλ — (New Deal). Σύνολο μέτρων που εφάρμοσε η κυβέρνηση των ΗΠΑ για ν’ αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα που προκάλεσε η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929. Όταν ο Φράνκλιν Ντελάνο Ρούσβελτ ανέλαβε την προεδρία τον Μάρτιο του 1933, η οικονομική… …   Dictionary of Greek

  • Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”